трюкачество - ορισμός. Τι είναι το трюкачество
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

Τι (ποιος) είναι трюкачество - ορισμός


ТРЮКАЧЕСТВО      
пристрастие к трюкам; увлечение внешними эффектами.
трюкачество      
ср. разг.
1) Искусство делать трюки (2).
2) Склонность к трюкам (1).
трюкачество      
ТРЮК'АЧЕСТВО, трюкачества, мн. нет, ср. (·разг. ).
1. Искусство делать трюки (см. трюк
в 1 ·знач. ).
2. перен. Склонность выкидывать трюки (см. трюк
во 2 ·знач. ).
Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για трюкачество
1. Кто-то сострил: "У Кирсанова всего три качества - трюкачество, трюкачество и еще раз трюкачество". Прилипло.
2. Сегодняшняя ситуация напоминает такое трюкачество.
3. И, несмотря, на все постановочное трюкачество, публика потихоньку начинает тосковать.
4. Но и это трюкачество не оградило власть от возмущенных сочинцев.
5. Но и это трюкачество не спасло власть от возмущённых сочинцев.
Τι είναι ТРЮКАЧЕСТВО - ορισμός